- νίκημι
- νίκημι (Α)βλ. νικώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νίκημι — νί̱κημι , νικάω conquer pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικώ — και ανικώ, άω (ΑΜ νικῶ, άω, Α ιων. τ. νικέω, αιολ. δωρ. τ. νίκημι) 1. καταβάλλω κάποιον σε μάχη, μονομαχία ή άλλη αναμέτρηση, βγαίνω νικητής, υπερισχύω σε μάχη ή αγώνα υλικό, πνευματικό ή ηθικό 2. (γενικά) καθυποτάσσω, επιβάλλομαι (α. «κάλλει… … Dictionary of Greek